κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβολος — hurling the thunder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλοις — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem/neut dat pl κεραυνοβόλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλον — κεραυνοβόλος masc/fem acc sg κεραυνοβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλου — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem/neut gen sg κεραυνοβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλους — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem acc pl κεραυνοβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνόβολον — κεραυνόβολος hurling the thunder masc/fem acc sg κεραυνόβολος hurling the thunder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοβόλοι — κεραυνοβόλος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)